- ἐπιτηρεῖται
- ἐπιτηρέωlook outpres ind mp 3rd sg (attic epic)ἐπιτηρέωlook outpres ind mp 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμάντρωτος — και αμάνδρωτος, η, ο [μαντρώνω] 1. αυτός που δεν έχει περιφραχθεί με μάντρα, απεριτείχιστος 2. (για ποίμνια και άλλα ζώα) αμάντριστος*. 3. αυτός που δεν φυλάσσεται, δεν δέχεται περιορισμούς, ελεύθερος, αλλά και αυτός που δεν επιτηρείται, δεν… … Dictionary of Greek
ανεφόρευτος — η, ο αυτός που δεν επιτηρείται, δεν επιβλέπεται … Dictionary of Greek
αφρούρητος — η, ο (AM ἀφρούρητος, ον) αυτός που δεν φρουρείται ή δεν επιτηρείται … Dictionary of Greek
εκτοπισμός — ο η απομάκρυνση από τις υπηρεσίες ασφάλειας επικίνδυνου ατόμου από τον τόπο της διαμονής του και η κατοίκησή του αλλού, όπου επιτηρείται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)